- ομογνωμονώ
- (ε) αμετ. уст. придерживаться того же мнения; соглашаться (с чьим-л. мнением); быть чьим-л. единомышленником
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ομογνωμονώ — (Α ὁμογνωμονῶ, έω) [ομογνώμων] έχω την ίδια γνώμη με κάποιον, συμφωνώ αρχ. 1. (φιλοσ.) εξάγω τα ίδια συμπεράσματα 2. συγκατατίθεμαι … Dictionary of Greek
ὁμογνωμονῶ — ὁμογνωμονέω to be of one mind pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὁμογνωμονέω to be of one mind pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομογνωμονώ — έω, Μ ομογνωμώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμογνωμονῶ «συμφωνώ»] … Dictionary of Greek